ΑΠΟΨΕΙΣ

Το χρέος και η εμπιστοσύνη της αγοράς

Το ΔΝΤ εξακολουθεί να χαρακτηρίζει το χρέος της χώρας μας ως εξαιρετικά μη βιώσιμο και σε κάθε διαπραγμάτευση, θέτει ως όρο την απομείωσή του ή διαφορετικά τη λήψη περαιτέρω μέτρων.

Ο χαρακτηρισμός λοιπόν του χρέους ως εξαιρετικά μη βιώσιμο δεν είναι εύκολο να διακριθεί από το απλώς μη βιώσιμο. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν γενικά αποδεκτοί κανόνες, ως προς αυτή την διάκριση. Άλλες φορές αναφέρεται ότι βιώσιμο είναι το δημόσιο χρέος που δεν ξεπερνά το 120% του ΑΕΠ της χώρας και  άλλοτε πάλι τίθεται ως κριτήριο το ανώτατο ποσοστό του ΑΕΠ που είναι απαραίτητο για την εξυπηρέτηση του χρέους αλλά και εδώ , συναντάμε το ποσοστό στα επίπεδα του 15% αλλά και στο 20% .

Γενικά βιώσιμο είναι το χρέος που μπορεί να εξυπηρετείται και σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το επίπεδο του χρέους είναι βιώσιμο όταν επιτρέπει σε μια χώρα οφειλέτη να καλύψει τις τρέχουσες και μελλοντικές υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους της στο ακέραιο, χωρίς την προσφυγή σε περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους ή αναδιάρθρωση, αποφεύγοντας τη συσσώρευση καθυστερημένων οφειλών, ενώ επιτρέπει ένα αποδεκτό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης.

Κατά συνέπεια το χρέος της χώρας μας θα παραμένει πρόβλημα όσο δεν θα μπορούμε να το εξυπηρετούμε, έχοντας την κοινωνία όρθια. Για να ανταπεξέλθουμε  σε αυτό ένας τρόπος υπάρχει. Η δημιουργία πραγματικού πλούτου με σύγχρονους όρους και προϋποθέσεις ώστε να εξασφαλίζεται η διατήρηση μιας συνεχόμενης αύξησής του.

Κινητήριο δύναμη αυτής της προσπάθειας, μπορούν να αποτελέσουν οι ελληνικές εξαγωγές, οι οποίες συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά, κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες. Σε μια στιγμή που η χώρα προσπαθεί να ανακτήσει τον βηματισμό της, οι Έλληνες εξαγωγείς αποδεικνύουν πως μπορούν να συμβάλουν καταλυτικά στην ανάκαμψη και οριστική έξοδο από την κρίση.

Τα αποτελέσματα στο 8μηνο του έτους είναι ενθαρρυντικά και γεννούν αισιοδοξία ότι μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος για νέο ρεκόρ εξωστρέφειας τη φετινή χρονιά.

Στον αντίποδα, προβληματισμό εξακολουθεί να δημιουργεί η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος και η αδυναμία ενδυνάμωσης της εγχώριας παραγωγής.

Σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛ-ΣΤΑΤ, τον περασμένο Αύγουστο η συνολική αξία των εξαγωγών αυξήθηκε συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών κατά 3,5% και ανήλθε στα 2,01 δισ. ευρώ έναντι 1,94 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2016. Θετική είναι η μεταβολή και χωρίς τα πετρελαιοειδή, με την αύξηση να διαμορφώνεται στο 8% (στα 1,37 δισ. ευρώ από 1,26 δισ. ευρώ τον περσινό Αύγουστο).

Ανοδικά κινήθηκαν οι εξαγωγές και σε επίπεδο 8μήνου, με την συνολική τους αξία συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών να ανέρχεται στο ποσό των 18,66 δισ. ευρώ από 16,21 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση 15,1%. Χωρίς να υπολογιστούν τα πετρελαιοειδή, η αξία των εξαγωγών καταγράφει αύξηση κατά 6,9% ή κατά 836,6 εκατ. ευρώ και ανήλθε στα 12,9 δισ. ευρώ από 12,1 δισ. ευρώ το αντίστοιχο περσινό 8μηνο.

Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό η οικονομία μας εξακολουθεί να διαθέτει τις κατάλληλες εφεδρείες για την ανάκαμψή της, αρκεί αυτές να έχουν τη δυνατότητα να κινηθούν μέσα στο κατάλληλο επενδυτικό και φορολογικό περιβάλλον.


ΚαρβέληςΓιαννης
ΤΟΜΕΑΡΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΟΔΕ ΑΧΑΪΑΣ

 

Search