Δευτέρα πρωί...
Στο σπίτι επικρατεί η πρωινή φασαρία. Τέσσερα παιδιά να ετοιμαστούν για το σχολείο, πρωινό γάλα και το περιβόητο μουρουνέλαιο...
Τα δυο μου αδέλφια φεύγουν για τη Μέση Σχολή, όπως λεγόταν τότε το Τρίτο Γυμνάσιο στου Βουδ...
Η μικρή μου αδελφή για το 18ο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς... Κι εγώ,ενθουσιασμένη, ετοιμάζομαι να πάω στο σχολείο μου, το Αρσάκειο, που για πρώτη χρονιά άρχισε να λειτουργεί στο καινούργιο του κτίριο. Πολύ μοντέρνο για την εποχή... Μεγάλες αίθουσες-τάξεις , που από τα μεγάλα παράθυρα έμπαινε άπλετο το φως. Και το πιο περίεργο για μας... δεν υπήρχαν θρανία αλλά τραπεζάκια ειδικά διασκευασμένα, όπου καθόμασταν ανά δυο οι μαθήτριες.
Στην τάξη η καθηγήτριά μας, η φιλόλογος η κυρία Μάπα, μας ανακοινώνει ότι η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα...
Θλίψη και δάκρυα γέμισαν τα νεανικά μας μάτια και με ευλάβεια ακούγαμε τη δασκάλα μας να πλέκει το εγκώμιο του στρατού μας. Ξάφνου, μέσα στην ησυχία της τάξης ακούγεται ήχος από αεροπλάνα που περνούν πάνω απ την πόλη. Κι εκεί που νομίζαμε ότι ο θόρυβος ήταν από τα δικά μας ελληνικά φτερά, ένας κρότος τραντάζει το κτίριο όλο από τα θεμέλια. Και τότε ακούγεται η σειρήνα… Οι εχθροί βομβαρδίζουν την πόλη μας! Πανικός, φόβος ...Και τι περίεργο... Παρ' όλο που σ' όλη μου τη ζωή φοβόμουν κάθε είδους κρότο, εκείνη την ώρα έδειξα θαυμαστή ψυχραιμία… Ανεξήγητη...
Ολες οι μαθήτριες βρεθήκαμε στο υπόγειο του κτιρίου, αν θυμούμαι καλά ήταν το γυμναστήριο. Από εκεί έπρεπε να φύγουμε με την συνοδεία των γονιών μας. Ετσι είχε κανονίσει η διεύθυνση του σχολείου για την ασφάλεια μας.
Με τον πατέρα, μέσα από τα διάφορα στενά και κάτω από τους εκκωφαντικούς κρότους των βομβαρδισμών, φτάσαμε στο σπίτι . Μαζευτήκαμε όλη η οικογένεια. Και τότε ο πατέρας μου είπε ότι έπρεπε να απομακρυνθούμε από την περιοχή μας που ήταν κοντά στο λιμάνι. Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν κατά τακτικά χρονικά διαστήματα, μέχρι το μεσημέρι. Βρεθήκαμε κάπου στα προσφυγικά. Κρατούσαμε όλοι από ένα μπογαλάκι με λίγα ρούχα... Η μητέρα μου είχε μόνο ένα μικρό, με ένα εικόνισμα της Παναγίας. Με ένα μακρύ κάρο, από εκείνα που έκαναν τις μεταφορές εμπορευμάτων στο λιμάνι την εποχή εκείνη, φτάσαμε στην Αχαγιά. Στο πέρασμά μας από τα διάφορα χωριά, ακούγαμε θρήνους. Ηταν για τα θύματα της άγριας επίθεσης των Ιταλών. Το κάρο μάς άφησε στο Καγκάδι, σε συγγενική οικογένεια της νόνας μου. Μας άφησε και ο πατέρας. Επρεπε να γυρίσει στην Πάτρα να υπηρετήσει στην αεράμυνα...
Ηταν μια μέρα αλησμόνητη, η πρώτη μέρα του πολέμου, η 28η Οκτωβρίου του 1940…
Βάσω Μεντζελοπούλου